Wednesday 28 December 2011

The Michaelangelo's Tree



This is one of my drawings. Scanned by Amanda since I sent it with my last letter to the superpuff girls. 

Friday 9 December 2011

Η πραγματικότητα του έσχατου αίσχους


 Το αίσχος γύρω μας πλέον δεν έχει όρια. Και μάλιστα, όταν πρόκειται για χάσμα ανθρώπων - χάσμα ηθικό που γεννιέται απ' το οικονομικό -  μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και αναπολώ πόσο μεγάλο μπουρδέλο είναι ο σημερινός κόσμος. Πόσο άδικος είναι και πόσο σκατά είναι η ζωή μερικών ανθρώπων χωρίς να φταίνε οι ίδιοι αλλά εκείνο το πολύχρωμο βαμβακερό χαρτονόμισμα -άλλοτε μοβ, άλλοτε πράσινο,άλλοτε κίτρινο, δεν έχει σημασία - που κάποιοι "ισχυροί" επέλεξαν - συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία επίσης- να κυνηγήσουν στην ζωή τους βουτώντας ολόκληρη την ανθρωπότητα στο χάος και στην παρακμή του υλιστικού ατέρμονου κυνηγιού.

  Μιας και το μετρό πλέον είναι δεύτερο μου σπίτι - ας μην μιλήσω για τα λεωφορεία - μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας που αναπτύσσεται και ζει κάποιες δεκάδες μέτρα πάνω απ΄τον όχλο που στριμώχνεται καρτερικά σε κάθε σπιθαμή της αποβάθρας για να μπει στα μεταλλικά κουτιά που θα τον τον οδηγήσουν οπουδήποτε επιθυμεί. όπου λαχταρά η ψυχή του! Εκτός  απ την ευτυχία.
  Γιατί, τα μεταλλικά αυτά βαγόνια, δεν είναι σαν εκείνα που παίζαμε μικροί και στύναμε γύρω απ'το χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτοι χαμόγελα (τουλάχιστον εγώ γέλαγα). Και, μπορεί οι άνθρωποι των μεταλλικών αυτών κουτιών να είναι περισσότεροι από μυρμήγκια αποικίας, στοιβαγμένοι μέχρι και πάνω στις θέσεις των μεταλλικών βαγονιών, αλλά οι καρδιές τους ποτέ δεν ήταν πιο μακρυά.
  Καλά θα μου πείτε, και ποιος δεν το ξέρει αυτό το τελευταίο. Άλλωστε θυμίζει τυποποιημένη φράση για την έκθεση , αυτές τις τραγικές που "έπρεπε" να μάθουμε για τις πανελλήνιες. Τυποποιημένη φράση της ζωής που όλοι ξέρουμε μα κανείς δεν έχει κάτσει να σκεφτεί - αν όχι να δώσει λύση σε ατομικό - έστω - επίπεδο.
  Ομολογώ πως - περήφανος που δεν έχει διαλυθεί κάθε είδος συναισθηματισμού μέσα μου- βρέθηκα καθηλωμένος στη δραματική θέση να το αναλογιστώ- αν και πάντα με απασχολούσε και όχι επιφανειακά για το μάθημα της Έκθεσης.  Η ζωή μου απέδειξε την ισχύ της αλήθειας αυτής - και ήμουν μπροστά με ορθάνοιχτα μάτια, αλλά κυρίως μυαλό.
  Χθες λοιπόν , 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα για άλλη μια φορά στο μετρό. Είχα προγραμματίσει να πάω μια βόλτα, για να σκοτώσω την ανιαρή "πραγματικότητα" που μου φτιάχνει ο υπολογιστής - εκείνη την τραγική του facebook και γενικότερα του ιντερνετ. Επιβιβάστηκα λοιπόν μετά από 20 μαρτυρικά λεπτά υπομονής σε ένα μεταλλικό βαγόνι απ' τη Δουκίσσης , που ας πούμε είναι κοντά στο σπίτι μου.Βρήκα αμέσως θέση να κάτσω, εκεί που αγαπώ. Στις θέσεις που βρίσκονται εκατέρωθεν της φυσούνας που διαχωρίζει τα μεταλλικά κουτιά. Ευτυχώς είχε ελάχιστο κόσμο και καθόλου ενδιαφέρον. Επικεντρώθηκα στη μουσική που ως συνήθως με ταξιδεύει εκεί που εγώ διαλέγω - ναι, ακόμη και στην (παροδική) ευτυχία. 14 περίπου στάσεις μέχρι τον Κεραμεικό, ακόμα 28 μαρτυρικά λεπτά κάτω απ' το αθηναϊκό χάος της επιφάνειας. Ανασκουμπώθηκα στο παλτό μου, μετρώντας αντίστροφα και κοιτώντας συνέχεια τις στάσεις πάνω απ το παιδί με τα ξανθά μαλλιά, λες και θα πετάγαμε με το μεταλλικό βαγόνι που μόνο απελπισία είναι ικανό να σου προσφέρει.
Φτάσαμε στο Νομισματοκοπείο - εκεί θαρρώ πως έγινε - και βλέπω ξάφνου στο τέρμα του βαγονιού μία οικεία φιγούρα. Δεν είναι φίλος,ούτε γνωστός. Είναι μια γυναίκα με το καφέ της δερμάτινο και το τζιν με το λουλούδι-σχέδιο στο μέρος του κώλου. Είναι μία ζητιάνα αλλά με αξιοπρέπεια. Απ'τη πρώτη στιγμή την είχα συμπαθήσει, και αν είχα ψιλά θα της έδινα όπως τις προάλλες, για να ακούσω εκείνο το ξεψυχισμένο "ευχαριστώ" να τρυπώνει στα αυτιά μου και να της χαμογελάσω γλυκά. Μα αυτή τη φορά δεν είχα ψιλά. Ευελπιστούσα πως κάποιος καλός Σαμαρίτης θα βρισκόταν στην γλυκόπικρη θέση να της δώσει κάποια χρήματα - λες και αυτό είναι η θεραπεία για την κατάστασή της. Μα, καθώς κοντοζύγωνε, ουδείς παρατήρησε την φιγούρα της. Ουδείς παρατήρησε το διαβρωμένο της  πρόσωπο που είχε στεγνώσει από κάθε είδους χαμόγελο. Από κάθε είδους ευτυχία. Όλοι θα μπορούσαν να την κοιτάξουν έστω και με ένα ψεύτικο μοτίβο συμπόνοιας - αφού η κωλοκοινωνία μας δίνει τόσο μεγάλη αξία στα μάτια του κόσμου. Αλλά ούτε αυτό έγινε... αντίθετα, κρύφτηκαν όλοι. Χαμήλωσαν τα μάτια τους και περίμεναν να περάσει. Να περάσει τι; ένας άνθρωπος που για να ζήσει αναγκάστηκε να καταφύγει στην ζητιανιά.  Ένας άνθρωπος θύμα του υλιστικού μπουρδέλου που άλλοι χτίσανε για μας, και προσπαθούν να μας το επιβάλλουν. Που για να μην μείνει πίσω στον αγώνα της ευτυχίας που ταυτίζεται πλέον με το χρήμα, ζητά βοήθεια απ'αυτούς που ήδη το κατάφεραν. Που αλλοτριώθηκαν ήδη.  Που θεωρούν πως το χρήμα νικά την ηθική και την αξιοπρέπεια. Μια κοινωνία που ηγείται από ανίκανα τέρατα που άγουν ολόκληρο το κόσμο στο χάος και στο αίσχος δεν είναι κοινωνία ανθρώπων. Είναι κοινωνία κυνικών ανδροειδών ανθρωποφάγων. Μία κοινωνία που αυτοσυντηρείται τρώγοντας τα ίδια της τα εντόσθια. Τρώει τα ίδια της τα παιδιά, τρώει τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους - όλους εκείνους που αρνούνται να κυλήσουν στο αέναο χαντάκι του κανιβαλισμού της. Και τελικά, γίνονται πρώτοι οι τελευταίοι. Οι πραγματικά ανίκανοι. Και ποιοι είναι αυτοί ; Άνοιξε το γαμημένο σου μεταλλικό κουτί που υπάρχει σε τουλάχιστον 3 μέρη του σπιτιού σου και θα δεις.

  Η γυναίκα αυτή και κάθε άνθρωπος με την ίδια καθημερινότητα - μετρό και ζητιανιά- σίγουρα θα πεθάνει σε ένα μεταλλικό κουβούκλιο. Τώρα, το αν θα είναι βαγόνι του μετρό ή κλούβα της αστυνομίας δεν το γνωρίζω. Εύχομαι τουλάχιστον, η  κραυγή βοηθείας των ανθρώπων να μην θεωρηθεί κάποια στιγμή κραυγή πολέμου και καταδικασθεί απ' αυτούς που , όπως συνεχώς ουρλιάζουν και πασχίζουν να πείσουν "στη ζωή τους όρισαν να φυλάνε Θερμοπύλες". Γιατί οι μορφωμένοι πονηροί, είναι οι πιο επικίνδυνοι όλων.

Αυτό που θέλω να πω τέλος πάντων, είναι να αγαπάτε. Να αγαπάμε. Γιατί όλοι είμαστε το ίδιο, τελικά. Να αγαπάμε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Γιατί η φούσκα της αγάπης δεν σκάει με καμία βελόνα. Όσο και αν κάποιοι προσπαθήσουν να την τεμαχίσουν. Το μόνο που μας έμεινε πλέον είναι η αγάπη. Και ευτυχώς, η υπόσταση της αγάπης είναι άφθαρτη.  Το μόνο που μπορεί να την διαλύσει είναι η απόφαση μας να μην αγαπάμε πια. Και κατά τη γνώμη μου, αυτό θα σημάνει και το τέλος της ανθρωπότητας. Γιατί , μπορεί η παρακμή και το αίσχος να είναι παντού γύρω μας, αλλά η αγάπη ξέρει να κρύβεται στις πιο άκομψες γωνίες. Και επίσης γιατί ό,τι δεν πεθαίνει, γεννά. Μα ό,τι πεθαίνει δεν σημαίνει πως αναγεννάται...


Monday 14 November 2011

Mία νύχτα στο μουσείο

Γυμνός περπατώ με ένα ζευγάρι μπότες φορεμένες. Δερμάτινες, ξεφτισμένες, γεμάτες λάσπες. Και περπατώ στο λαμπερό μάρμαρο, και το λερώνω. Το λερώνω μέχρι να ραγίσει, μέχρι να γκρεμιστεί. Τα μάτια μου αλλού ταξιδεύουν. Το μυαλό μου άλλα ακούει και τα αυτιά μου αλλού κοιτάζουν. Ανίατη παράνοια του νου ή τωρινή ζωώδης μέθη ; Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω. Οι σκέψεις κατρακυλούν στο άδειο μου κεφάλι. Δεν μπορώ να τις βουτήξω με το μυαλό μου. Και κατρακυλούν, μέχρι που φτάνουν στην κοιλιά μου και πιο κάτω. Αγνοώ το γεγονός ότι είμαι πρόστυχος. Ότι έχω γίνει θέαμα σε όλο το μουσείο. Ότι στάζω ιδρώτα και πικρό μαύρο κρασί.
  Δεν υπάρχει το τέλειο σώμα, τέλειο είναι αυτό που γεμίζει το μυαλό μας με την περισσότερη ηδονή και αυτοπεποίθηση ότι μπορεί και να γίνει δικό μας. Άλλοτε νομίζουμε το έχουμε, ότι το βρήκαμε , ότι το κατακτήσαμε (!) και άλλοτε ότι δεν υπάρχει πουθενά, ότι χαθήκαμε και είμαστε χαμένοι. Αλήθεια, δεν με ένοιαζε τι λέγανε οι άλλοι. Ούτε οι τραγικοί φύλακες του μουσείου, ούτε οι νοικοκυρές με τα καλάθια, ούτε τα μικρά παιδιά, που ήταν σαν βαλσαμωμένοι τράγοι. Συνέχισα να περπατώ και να χύνω ότι είχα πάνω μου στο παγωμένο δάπεδο. Όλα είχαν ωραία γεύση ομολογώ. Το πεινασμένο μου στήθος ούρλιαζε σαν δράκος, πιο γενναίος και απ' εκείνον με τα 800 διαμάντια στα μάτια του στην είσοδο του μουσείου. Και αυτό συνέχισε να ουρλιάζει - από πόνο;
  Οι μπότες έκαναν ασύγκριτο θόρυβο. Σαν να συγκρούονται βράχοι των θεών, κορμιά των αθανάτων. Και έτρεμε ολόκληρος ο οίκος. Τα αγάλματα άρχισαν να υποκύπτουν. Έπεφταν σαν χάρτινες μαριονέτες και διαλύονταν σε χίλια δυο θρύψαλα. Κι ο ναός της Περγάμου όμως δεν έμεινε αμέτοχος. Κατέρρευσε στην θέση του, νικημένος από το χρόνο και το Διόνυσο. Χύθηκε κρασί πάνω του και μέθυσε...
  Και ας μην μιλήσω για τον δράκο. Ξέρετε τι έπαθε; Λαμπάδιασε και κάηκε ! Και έκλαψε διαμάντια, και μου τρύπησαν την καρδιά.
  Και αυτό ήταν όλο. Τρενάκι του μυαλού μου.

Friday 14 October 2011

Ο Μυστικός Κήπος

  Λουλούδια ανάμεσα μας. Βελούδινη η απόσταση μας. Πολύχρωμα άνθη του γαλάζιου ουρανού μας λούζουν. Μας καίνε το δέρμα.. μας τραβάνε τα χείλη και ματώνουμε. Και χαμογελάμε. Όμως δεν πονάμε. Εδώ το αίμα είναι ευλογία. Η πεμπτουσία της ζωής. Το αίμα ρέει πάνω μας και χαμογελάμε ακόμα. Τα δέρματά μας κολλάνε, λιώνουν. Εξατμίζονται. Όμως εδώ, ο πόνος δεν είναι συναίσθημα.  Γιατί, μερικά πράγματα δεν μένουν για πάντα τα ίδια.  Και γιατί η αγάπη επιτέλους, νίκησε.

  Δύο σώματα γυμνά γεννούν το ολόλευκο μάρμαρο. Τη στιγμή που όλα βλαστίζουν, την φύση κάνουμε να σαστίζει. Διαταγή ανώτερη- του θεού επιθυμία- Παύει να μεγαλώνει. Κατακόκκινος έρωτας. Οι τελευταίες αναπνοές δόθηκαν. Ξοδεύτηκαν. Τα δέντρα λαμπάδιασαν με μιας και χρυσάφι αφρίζουν. Φλεγόμενοι βάτοι γίνονται, το προχριστιανικό θρύλο να αναμασήσουν και αόρατους χάλκινους καπνούς σκορπάνε. Είναι άραγε αλήθεια; Πως γίνεται να υπάρχεις στον υλικό μου κόσμο, νεραϊδένια οπτασία; Σίγουρα είσαι πλάνη. Γιατί διαμάντια έχεις στα μάτια σου, ρουμπίνια δεμένα στα μαλλιά σου...και τα χείλη σου, δύο φλέβες απ'το σώμα του θεού του ίδιου... Η τύχη μου χαμογελά και αυτή. Πίσω απ' τα κάτασπρα δέντρα του ουρανού κάπου, χαμένη και χωμένη. Ρίγος η αφή σου.. αχρηστεύεις προς στιγμήν όλο μου το είναι. Σαγηνεύομαι και θέλω να σπάσω σε κομματάκια τάχα, για να μην με βλέπεις. Οι παιδικές μου σκέψεις σε κάνουν να χαμογέλασεις. Δεν φοβάμαι που μπορείς να διαβάσεις το μυαλό μου. Δεν έχω πολλά πράγματα εκεί μέσα. Πάντα ήμουν φτωχός. Δύο ξεφτισμένα σακιά αδειανά, και ένα μπαούλο δικό σου. Ένα μπαούλο , ένας καθρέφτης. Για να ρωτάω που βρίσκομαι. Αν ονειρέυομαι. αν είμαι ζωντανός...γιατί η μνήμη μου έχει χαραγμένα τα αρχικά σου. Αυτές λέξεις που σφυρηλατήθηκαν απ' τους ανθρώπους στα πιο καυτά και σκοτεινά καζάνια δεν είναι άξιες να σε οριοθετήσουν...

  Μεγαλούργημα.






Monday 19 September 2011

Ό,τι δεν αγαπάς πεθαίνει



Και όλα πάνε μπροστά.


   Γιατί και να θέλω να γυρίσω πίσω, δεν με αφήνεις. Ξεχνάς τις αλυσίδες που μου πέρασες και τώρα τραγουδάς σαν Σειρήνα γλυκιά, το τραγούδι σου να με κερδίσει , δύο φορές σκλάβος να γίνω.

Θέλω. Πολύ. Του ζόφου η φυλακή σου , ο πιο λαμπρός μου παράδεισος. Το γκρι σου, το απέραντο γαλάζιο της ελευθερίας μου που σου παρέδωσα αμαχητί. 

  Και μένω εκεί. Έμενα εκεί. Με αλυσίδες σκουριασμένες, ατσάλινες να μου σπάνε τα κόκκαλα σαν να είναι κλαδάκια του δάσους. Και δεν κλαίω. Γιατί δεν πονάω. Μόνο μια φορά έκλαψα γιατί τότε πόνεσα. Γιατί τότε έχασα τις αλύσιδες...και ήσουν εσύ που τις γκρέμισες και είπες ''φύγε μακρυά''. Αυτό και αν πόνεσε. Τώρα δεν θέλω να τις φορέσω. Σαν πεισματάρικο παιδάκι. Γιατί με έχουν συνθλίψει. Και φοβάμαι πως δεν πρόκειται να τις βγάλω ποτέ ξανά. 

Ζαρώνω. Κουλουριάζομαι και καταρρέω μπροστά απ'το δέντρο μας. Μπροστά στα έντρομα μάτια της φύσης. Με καλεί, το νιώθω. Το ακούω. ''Μιχαήλ Άγγελε'' ουρλιάζει με φωνή που βγαίνει απ' τον καταρράκτη τον πιο ψηλό. Διαλύομαι και σβήνω τα μάτια μου.  Συνθλίβομαι στο παγωμένο έδαφος. όπως γεννήθηκα, έτσι χάνομαι. Μα το βάρος της αλυσίδας σου ασύγκριτο μένει , και πάλι σαν πούπουλο αισθάνομαι. Χαμόγελο χαράς με δάκρυα πόνου γεννούν στάχτες και την πιο εύμορφη αρχή. Το βλέπεις, και ας κατάβασες των ματιών σου τα πιο βαριά παράθυρα.

  Ορθώνομαι άτσαλα μπροστά στο δέντρο μας. Κάηκε. Δεν το πότισα αρκετά με δάκρυα;

  Δύο μαραμένα πόδια σκελετού και ένα κορμί απλά για να σε αφήνει στον κόσμο της ύλης.

  Περπατώ ξανά. Τα πρώτα βήματα πάντα πονούν. 

  Η πρώτη αναπνοή. Ανοίγω τα πνευμόνια σαν σάπια βαρέλια κρασιού και αισθάνομαι πως πνίγομαι.

  Δεν μπορώ να χαμογελάσω ακόμα. Δεν έχω χείλη μήτε κάποιο χέρι δυνατό για να τα στραβώσω στο ύφος χαμόγελου. Έστω και νεκρού.

Όμως ορκίζομαι στους ζωντανούς εραστές.



Monday 5 September 2011

The Michaelangelo's Analogue Photography - Berlin




































  At last, I managed to find a scanner and start scanning my films. I have already scanned about 60 out of 105 photos till now, and I feel too exhausted. I thought it would be much easier to be honest but I realize that I have to get up all the time to scan the next set of photos. Thanks God, I like almost all of them and I deem that it was a great effort. I created a Flickr account as well exhibiting my scanned photos...  Hope it is successful. I publish some Berlin photos taken from my analog camera Zeiss Ikon Symbolica I.See more photos of me HERE.

Friday 2 September 2011

Σας μέτρησα. Μείον Ένας

  Καπνοί. Καπνοί παντού. Και μία ακατάσχετη υγρή πολιορκία διαλύει κάθε οχύρωση του μυαλού μου. Μου κλέβει τις σκέψεις....Δεν θα φωνάξω κλέφτης. Χύνεται σαν χείμαρρος σωστός και διαγράφει τα πάντα στο διάβα του. Αθέατος θεατής λες και περιμένω με περίσσεια ευτυχίας το τέλος. Το ποιο;

  Στροβιλίζομαι. Λήθη αγαπημένη, καλώς ανταμώσαμε. Λήθη πολυπόθητη, καλώς σε βρήκα! Γεννήθηκα απ' την αρχή. Το τετράδιο της ζωής μου μονομιάς κάηκε, και πήρα ένα καινούργιο ολοκάθαρο. Με αυτήν την απαίσια 'φρεσκάδα' του χαρτιού να κατακλύζει τα ρουθούνια μου. Μόνο που δυστυχώς, ό,τι και αν γράψω τώρα, πεταμένο θα είναι. Κρίμα στο χαρτί σκέφτομαι. Και αυτό είναι το μόνο που κατορθώνω να σκεφτώ.

  Καπνοί ξανά. Μου γεμίζουν το μυαλό με κούφιες ηδονές, με χαμόγελα νικοτίνης και μάτια κατακόκκινα, μάτια αδειανά. Με τη βρωμιά που μπορεί να σου δώσει ένα μόνο τσιγάρο. Ένα τόσο δα κυλινδρικό μαραφέτι. Αραδιάζω ακόμα ένα στο στόμα μου. Το ανάβω επιδεικτικά. Κρατάω το σπασμένο σπίρτο με μαγκιά. Απόψε θα κάνω ό,τι γουστάρω. Απόψε δεν θα ξεχάσω. Δεν θα τα πετάξω όλα στην γωνιά για να ξαναέρθουν στο τέλος της μέθης στην αρχική τους θέση και να με κοιτάζουν υπεροπτικά. Απόψε διαγράφω. Και διαγράφω τα πάντα. Μαλάκες, συμπεριφορές, Φίλους ,''αναμνήσεις'' που μόνο χώρο πιάνουν, τα πάντα. Φιλιά στο στόμα , το νιώθεις στο σάλιο τους. Κραγιόν κακοφορεμένα, σου γυαλίζουν την όψη όταν σε μουτζουρώνουν. Γυναίκες παντού. Άνδρες παντού. Σκοτάδι παντού. Εγώ στο φως. Κορμιά παντού. Σώματα υγρά, λιωμένα από την κάψα της ηδονής. Το αισθάνεσαι στον αέρα. Το πάθος κυριαρχεί. Και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να αισθανθώ.

Friday 26 August 2011

Μονάχοι στην αρχή, μονάχοι και στο τέλος

  Μάλιστα.

-Υπακοή Άγγελε, ούρλιαξα μέσα μου.
  Ή μάλλον υπομονή.  Γιατί ξέρω πως η επανάσταση μέσα μου κυρίευσε το μυαλό μου. Δεν αντέχω πια να αντιδρώ σε τέτοια πράγματα - μου φαίνονται τόσο ανούσια και με αδειάζουν , με κάνουν ανακυκλώσιμο τσίγκινο κουτάκι πορτοκαλάδας. Κοινώς, με κάνουν αναλώσιμο.
  Έκρυψα την απύθμενη οργή μου κάτω απ' την κουβέρτα του χαμόγελού μου. Εκείνου του ψεύτικου βέβαια που χρησιμοποιώ όταν θέλω να αποφύγω στιγμές σαν και αυτή ή σε κάτι ηλίθιες φωτογραφίες που δεν έχουν σκοπό και περιεχόμενο.
  Υποθέτω πως τώρα όλα έγιναν καλά, και δεν θέλω να εκραγώ σαν ηφαίστειο και να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου.
-Άγγελε, όλα καλά. Πέρασε και αυτό.
 Το αμάξι σταματά με αυτόν τον ραγισμένο ήχο των ξεφτισμένων απ' το χρόνο φρένων. Εγώ τον αγαπώ όμως, και ας είναι τόσο παλιός. Τουλάχιστον αυτός με καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την φυλακή μου και με ειδοποιεί πως το -προσωρινό, δυστυχώς- μαρτύριο έλαβε τέλος. Κλωτσάω άχαρα την σαβουριασμένη πόρτα του μικρού βαν, πιστεύοντας πως σπάω τα δεσμά του φυλακισμένου Άγγελου - μαθημένος στο να προσδοκά την ελπίδα ακόμη και όταν έχει θαφτεί μίλια κάτω απ τη θάλασσα. Αυτό το λέω για κακό.
-Ανόητε Άγγελε, ξύπνα.
Ομολογώ όμως πως το εκτυφλωτικό φως απ' τον Ήλιο  που κατέκλυσε το βανάκι μου έδωσε ενέργεια. Αυτή που χρειαζόμουν για να αναπνεύσω. Και δεν εννοώ το οξυγόνο, φυσικά. Η ρουτίνα της αναπνοής πάντα με κούραζε, την βαριόμουν. Μου έδωσε έμπνευση, μία έμπνευση της στιγμής που όμως θα χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια του θολωμένου μου μυαλού.
-Κρίμα Άγγελε, σκέφτομαι. Πλέον δεν καταλαβαίνω τι έχει απομένει να χάσεις.
Μισώ αυτόν τον αντίλογο του Άγγελου. Είναι μονίμως μονότονος, μονίμως αρνητικός και μονίμως κακοπροαίρετος. Ο ίδιος σου ο εαυτός σου να σου κάνει τον συνήγορο του Διαβόλου...

Τότε

  Αρχίζω να τρέχω. Να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μέχρι τα πενυμόνια μου να σκάσουν, μέχρι να αισθανθώ το τράβιγμα στον αφαλό μου που με στέλνει πριν από την αρχή του χρόνου μου. Τα πάντα γύρω μου μπερδέυονται, χρώματα, κραυγές τρομαγμένων ανθρώπων ενώνονται και σκάνε στον αέρα σαν πυροτεχνήματα ενός πανηγυριού που ποτέ δεν επισκέφτηκα.
-Τους φόβησες.
-Σκάσε πια! Εδώ φοβήθηκα εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό , τα έντρομα μάτια των άλλων θα λογαριάσουμε;
  Και τότε ήταν μία απ' τις στιγμές που έμεινα μόνος μου, χωρίς τον εαυτό μου. Και ,αρχικά, ένιωσα υπέροχα.
Παρόλα αυτά, ο διαμελισμός του χρόνου συνεχίστηκε. Δεν γνώριζα που ήμουν και κυρίως, δεν ήξερα που θα κατέληγα.
-Το βανάκι πρέπει να είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά τώρα, σκέφτηκα.
  Η ταχύτητα θόλωσε τα μάτια μου και οι μπογιές που ζωγράφισαν τούτο το κόσμο μπερδέυτηκαν, αφήνοντάς με να θαυμάζω το μαύρο του σύμπαντος.
-Η αποσύνθεση πρέπει να έρχεται, σκέφτομαι.
  Αρχίζω να φοβάμαι. Τα δάκρυα ποτίζουν το μαραμένο μου κορμί ελπίζοντας να το αναστήσουν. Μπα, τι να σου κάνουν τα δάκρυα. Τα δάκρυα μου είναι μόνο γεμάτα μελαγχολία. Δεν έχουν δύναμη ούτε τον εαυτό μου να φέρουν πίσω.
-Αλήθεια, ακόμα μου κρατάει μουύρα; Όπου και να είναι εύχομαι να γυρίσει σύντομα, γιατί ειλικρινά φοβάμαι πολύ μόνος μου. Και εγώ ως αντάλλαγμα τον συγχωρώ που με κρίνει τόσο αυστηρά.
  Μα τίποτα. Μοναχός βαδίζω. Οι ακανόνιστες φωνές των ανθρώπων ηχούν πολύ μακρυά πια.
-Είσαι μόνος σου, σκέφτηκα. Άγγελε, μόνος σου. Μπορεί να μην είσαι σε κάποιο πυκνό δάσος της Βόρειας Ευρώπης όπως ευχόσουν, άλλα κοίτα, είσαι μόνος σου και κανένας δεν μπορεί να στο αλλάξει. Μα, εγώ θέλω πίσω τον εαυτό μου , μονολογώ. Απάντηση καμιά.

Λίγο πριν

  Είναι κρίμα, ουρλιάζω. Ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ποτέ... Πάντα τον εαυτό μου πυρπολούσα. Εμφύλιος πόλεμος σωστός. Δεν θέλω καθόλου να φύγω, ούρλιαξα ξανά. Μπορεί να μην πήρα τίποτα, αλλά έχω τόσα να επιστρέψω. Τόσα πολλά... Συγγνώμες, χαμόγελα, βλέμματα μαγικά που ντράπηκα να επιστρέψω. Ικέτεψα. Ίσως μία απ' τις πρώτες φορές στην ζωή μου. Αλλά σίγουρα, η τελευταία.
  Εδώ είναι αυτό που κάποτε μου λέγανε οι άνθρωποι μα ποτέ δεν κατάλαβα πως γίνεται. Όλα, λέει, τα ελέγχει το σύμπαν. Υπάρχουν δυνάμεις φοβερές και τρομερές, που δεν σε αφήνουν να κάνεις ότι θέλεις. Έτσι τηρείται μια κάποια ισορροπία, λέει .
Μακάρι να ήξερα τι σήμαινε όταν μπορούσα να αντιστρέψω το πιστόλι. Μα πλέον η βολή - και ο κύβος - ερρίφθη.

  Χαμογέλαω για μία τελευταία φορά. Με εκείνο το στραβό χαμόγελο που τόσο αγαπούσες, που τόσο έντεχνα πετύχαινες και τόσο αδέξια σε αντέγραφα.
-Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί , σκέφτηκα, ακόμα και μετά το Θάνατο.

Το Τώρα του Τότε

Και τα άστρα των ματιών μου, σαν καντήλια αναμμένα με τη φλόγα των θεών, σώπασαν.


Monday 25 July 2011

Νυχτοπερπατήματα στους σκοτεινούς δρόμους των ανθρώπων

Ώρα 02:45 πμ

Στρίβω στο βρώμικο σοκάκι με τα σπασμένα γυαλιά-με τα αδειανά κουτιά της μπύρας και τους καμένους χαρταετούς
ανθρώπινα σώματα στοιβαγμένα στις γωνίες
χαραγμένα με αίμα και λάσπη, με πόνο και θάνατο
το βλέπεις στα κάτασπρα μάτια τους
συνεχίζω ακάθεκτος, κρατώντας την αναπνοή μου
διατηρώντας την νεκρική σιγή του στενού
φοβούμενος μην ξυπνήσω κανέναν-μνήμες νοερές ή τον κοιμισμένο αέρα που με πνίγει
Αδιαφορώ επιδεικτικά για το φεγγάρι στον σκοτεινό ουρανό που με κοιτάζει με το ύφος του καλού φίλου
σαν να με προειδοποιεί για αυτό που πρόκειται να ζήσω
γιατί , από εκεί ψηλά , τα βλέπει όλα, ακόμα και το αβέβαιο μέλλον μου
Φοράω την μαύρη κουκούλα και χάνομαι στο στενό, αφήνοντας πίσω την ικεσίες του φεγγαριού και το λιγοστό φως του
Η αίσθηση της όρασης που πλέον χάνω αφήνει εκείνη της οσμής να με κατακλύσει
απαίσιες μυρωδιές, σαν εκείνες της αποσύνθεσης μου τρυπάνε τα πνευμόνια σας δίκοπα μαχαίρια
αδιαφορώ ξανά.
Γνωρίζω ότι δεν πρόκειται για τα νεκρά κορμιά που είναι παντού τριγύρω
μα για το δικό μου κορμί, που ανυπομονεί να χαθεί , μιμούμενο το περιβάλλον του
δεν έχω όμως χρόνο για χάσιμο. Αρχίζω να σιγοτρέχω κρατώντας την αναπνοή μου σε τόσο χαμηλά επίπεδα που ούτε εγώ δεν την ακούω
Το μακρύ μαύρο παλτό με πνίγει. Έχει κολλήσει τόσο πολύ στην σάρκα μου που νομίζω πως αν το βγάλω θα μου ξεριζώσει την καρδιά
αδιαφορώ και πάλι.
Περνώ απ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι με ένα αναμμένο λυχνάρι
δεν με βοηθάει να νιώσω ασφάλεια-το χάος της ασχήμιας που πολιορκεί τα μάτια μου με κάνει να αναζητήσω και πάλι την σκιά του σκοταδιού
που και που ξεγλιστρά το φεγγάρι ανάμεσα στις άμορφες μάζες των κτιριών που στοιχειώνουν το άλλοτε πολύχρωμο δρομάκι
συνεχίζω να το αγνοώ επιδεικτικά
Δεν μπορώ να αγνοήσω όμως το φως που με καρφώνει απ'το τέλος του μικρού δρόμου
όσο και αν θέλω, μου καίει τα μάτια
ξέρω πως έφτασε η ώρα. Το στομάχι μου έχει δεθεί πιο πολύ από καραβόσχοινο
ολόκληρος ο οργανισμός μου αντιδρά.
με προστάζει να υποχωρήσω στην αρχή του στενού-που πλέον φαντάζει ανύπαρκτη
Ανασαίνω δυνατά- η ανάσα μου κατακλύζει το βρώμικο μέρος και τα πνευμόνια μου έτοιμα να σκάσουν απ'την υπερβολική βρωμιά του αέρα
μαζεύω ό,τι έχει απομείνει από κάθε κύτταρο μου και συνεχίζω προς το εκτυφλωτικό φως.
Έφτασε η ώρα, ουρλιάζω δυνατά μέσα μου
Κραδαίνω την παλιά αναλογική μου μηχανή στο χέρι πιστεύοντας πως θα με σώσει αν καταφέρω να φυλακίσω μία στιγμή του χρόνου
Κάνω δύο βήματα μπροστά, έτοιμος να αντικρίσω όσα δεν μου είπε το φεγγάρι.


My happiness in pictures

I encountered some really cool photos of me and some of them had been quite forgotten for some strange reason. I like them all and I m planning to have some of them printed too. Many of them have been taken by a good friend, others by Amanda and Emma. I haven t used photoshop since I don t know how to , lol. I ve changed the colours in some of them since I love doing it. Anyways!





















Wednesday 22 June 2011

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων - Στο λιμάνι

Μία ακόμη όμορφη μέρα ξεκίνησε
σαν ένα γερό καράβι που μόλις εγκαινιάστηκε
για τόπους άγνωστους, τόπους πέρα από κάθε φαντασία
με πλήρωμα άγνωστο, πλήρωμα λαθραίο και πλήρωμα αγαπημένο
και στην διαδρομή θα φανεί ποιος έκοψε εισιτήριο
ποιος μπούκαρε και ποιος με ψεύτικα χαμόγελα επιβιβάστηκε

μα δεν ανησυχώ και πολύ για όλα αυτά
γιατί είμαστε ακόμα στο λιμάνι, αγάπη μου
και σαλπάρουμε σε λιγάκι
με όλες τις βαλίτσες μας γεμάτες
έτοιμες να μας ακολουθήσουν παντού
και θα δεις πως, αυτό το ταξίδι όμορφο θα είναι
όπως και το χθεσινό, αλλά και το αυριανό

Και τώρα πρέπει να βιαστούμε
γιατί ήδη ακούω τα φουγάρα να μας χαιρετάνε
Τρέξε λοιπόν, τρέξε!
άσε λίγο το μυαλό σου στα χέρια μου
και τώρα, χαμογέλασε μου
Μα, γιατί σε καθυστερώ,ο αφελής;
το καράβι μας φεύγει σε λίγο
Ας μην αργήσουμε ξανά
γιατί ακόμη μία όμορφη μέρα ξεκίνησε
και είμαστε μαζί.



Tuesday 21 June 2011

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων - Η αφή

Θάλασσα

Η αφή

  Αφή γλυκιά. Αφή τρυφερή και παθιασμένη. Σαν να χαϊδεύεις εκείνα τα πορφυρά μα εύθραυστα λουλούδια που μόλις διέσχισαν το μυαλό μου, αναίτια, για ακόμη μία φορά. Τότε, που βουτάς στα πιο σκοτεινά σοκάκια της, γνωρίζοντας πως μπορεί να μην γυρίσεις ποτέ πίσω, για να αντικρίσεις τα μάτια αυτά που αγαπάς, κάπου εκεί έξω, στη μακρινή στεριά. . Παίρνεις συνειδητά όρκο απαραβίαστο, υποθηκεύοντας τα πάντα, αμετάκλητα, για να χυθείς σε έναν αγώνα με θεριό ανίκητο, με αποτέλεσμα αβέβαιο και όνειρα ετοιμόρροπα. Μαγεύεσαι απ΄ το τραγούδι των Σειρήνων, νομίζεις πως βρήκες και εσύ την Ιθάκη σου. Αλλά δεν σε αδικώ. Και εγώ αυτό πιστεύω.Ναι. Θαρρείς πως, ανακάλυψες την απόλυτη λύτρωση, την πεμπτουσία του κόσμου αυτού, τη φιλοσοφική λίθο που θα σε ανταμείψει με σκόνη μαγική, σκόνη πολύχρωμη.


  Και όμως, αυτό σημαίνει για μένα η θάλασσα. Όταν με αγκαλιάζει με τα μακρυά της δάχτυλα, εκείνα τα άκαμπτα, ψυχρά και ρυτιδιασμένα άκρα της, νομίζω πως με τρυπάνε ατσάλινες βελόνες, το κορμί μου πως αιμορραγεί και παντρεύεται το κόκκινο με το μπλε. Μα, κοίτα ξανά,λέω. Όλα είναι εκεί, στη θέση τους. Να σε περιμένουν. Και όταν είσαι έτοιμος, ξεκινά το ταξίδι για το πάτο της αβύσσου. Ταξίδι μελωδικό, μοναχικό και γοργό.  Μα εγώ ,κάθε φορά, εύχομαι να διαρκέσει για πάντα, μέχρι να χαθείς εσύ. Μέχρι τα πνευμόνια μου να σκάσουν, μέχρι το αίμα μου να χυθεί και να μείνω κάτι λιγότερο από ένα άψυχο κουφάρι. Γιατί, όλα εκεί κάτω, φαντάζουν πιο όμορφα. Γιατί, όσο και να προσπαθήσεις, ξέρεις πως θα χάσεις. Ξέρεις πως πέθανε και η ελπίδα. Και αφού, επιτέλους, νίκησες την ελπίδα, που τόσο αχόρταγα ρούφαγε το μυαλό σου σαν βδέλλα, μπορείς να χαμογελάσεις. Να χαμογελάσεις στραβά, για άλλους τόπους. Για τόπους πέρα από τη θάλασσα...

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων- H ακοή

Θάλασσα

 Η ακοή

 Ήχοι μαγικοί. Σαν να τραγουδούν γοργόνες ενός σκουριασμένου βασιλείου στο βυθό της αβύσσου. Παφλασμοί των κυμάτων στην ακτή, να διώχνουν τα χρωματιστά αδύναμα βότσαλα, για να φέρουν νέα-δήθεν πιο δυνατά και καλοσχηματισμένα -για να κρατήσουν τη δύναμη του κυρίου τους. Της θάλασσας. Αλλά και όταν νευριάζει, πάλι πανέμορφη είναι. Όταν τα παιδιά της στέλνει να σαρώσουν την ακτή, όταν την βροντερή φωνή της ξεσπά πάνω στα άμοιρα βράχια- που απαιτεί να αντέξουν στην δίνη της , για να τα τιμωρήσει και πάλι αργότερα. Τότε οι ήχοι θαρρώ πως είναι τρομεροί. Μα δεν χρειάζεται να φοβάσαι, και πάλι.


 Αυτούς τους τσαλακωμένους και μπερδεμένους ήχους λέω,ναι, μην τους φοβάσαι

Και οι κύκλοι αυτοί της θάλασσας,δεν έχουν τελειωμό! Μέχρι να αρχίσει ο επόμενος, να σου τραγουδήσει τα ήρεμα εκείνα ξεφτισμένα τραγούδια, που σιγομουρμουρά απ'την αρχή του κόσμου. Γιατί μερικά πράγματα, μένουν για πάντα τα ίδια. Και, όπως η θάλασσα, σου απαγγέλνουν τα χιλιοειπωμένα αδειανά καβούκια τους.

Tuesday 7 June 2011

για μία αγάπη που ποτέ δεν έλεγε να πάψει


Η παράκληση
Να μην κουραστείς να περιμένει εκεί
Εκεί, στου μυαλού μου την πρώτη σκέψη
στης μάχης την πρώτη γραμμή
στο μέτωπο πρώτος, και ας είσαι μόνος
Εκεί, για να σου δώσω το χρυσό
και ας άργησες να τερματίσεις
μία ζωή δίπλα μου, και όχι απέναντι
Κυρίαρχος του κόσμου
του κόσμου μου
Δυνάστης αγαπημένος
πολυπόθητος, και ας χάθηκε η ελευθερία
του έρωτά μου ταγός
της καρδιάς μου το πιο γλυκό χαμόγελο
του τέλους μου η συνέχεια

Οι αναμνήσεις 


Εκεί, στον πλακόστρωτο δρόμο με τα πολύχρωμα λουλούδια
με τις μυρωδιές τις άπειρες, τις χιλιοπαντρεμένες
τα όνειρα που μπερδέυαμε κάτω από τα αστέρια μας
όταν τον ήλιο αντικρύσαμε από ψηλά-γιατί και αυτόν περάσαμε, ναι
και γελάγαμε μαζί και πλάθαμε τον έρωτά μας, θυμάσαι?
που με τις σκέψεις μας ραντίσαμε το μέλλον
τότε, που τα χέρια μας ενώσαμε και τίποτα δεν θα μας χώριζε
όταν για αγάπη μιλάγαμε και η φύση σώπαινε
που ψιθυριστά σου τραγουδούσα και απαλά πετούσαν οι αγαπημένες σου λέξεις
που κοκκίνιζα με τις αγαπημένες σου λέξεις
γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί
Τότε, που όλα έμοιζαν να με αγαπάνε
που ορκιζόμασταν πως τίποτα δεν θα μας διέλυε
που η αδιαφορία κοιτούσε και ζήλευε την αγάπη
που τα κόρμια μας ενώνονταν σε ένα, και τίποτα δεν μπορούσε να μας χωρίσει
όταν το πάθος μας άνθιζε και τους πόθους μας σβήναμε,
και σιγοτραγουδάγαμε τις ομολογίες μας,
για μία αγάπη που ποτέ δεν έλεγε να πάψει


Ευχαριστώ που υπάρχεις


Sunday 5 June 2011

Η σύγχυση του μυαλού μου

Η νύχτα αυτή δεν θα διαφέρει και πολύ απ'τις υπόλοιπες
όσες περάσανε, και όσες περιμένω χωρίς να ξέρω το λόγο
ίσως μάταια
στη γωνιά μου, ξανά στο μισοσκόταδο
η μία πλευρά στο φως, η άλλη στο σκοτάδι

Απόψε νιώθω τιποτένιος μάγειρας
ανακατεύω αιχμηρές αναμνήσεις και αγκαθωτές σκέψεις
χωρίς καμία συνταγή
απλά παραδωμένος στην απειρία μου

Και αναρωτιέμαι ξανά, αι οι σβούρες που στροβιλίζουν στο μυαλό μου
Άραγε υπήρξαν κάποτε; ή οφθαλμαπάτη είναι;
Γιατί μόνο άπιαστες σκιές μπορώ να αγαπήσω...
 

Saturday 4 June 2011

Η γραμμή που τελείωσε


Μία απ' τις νύχτες που σε κάνουν να αναπολείς τα παλιά
να νοσταλγείς το χαμένο χαμόγελο, την κλεμμένη χαρά

Ούτε να κλαις δεν θυμάσαι, είμαι σίγουρος
και τα χείλη που σου δώσανε,με τη μία αχρήστευσες
λησμονώντας αυτά για τα οποία σου χαρίστηκε η ζωή

Χάλασες και εσύ, και ας ξεκίνησες με τόσο πάθος
με καλάθι γεμάτο έρωτα,γεμάτο κίνηση μαγική
άλλοτε ανθισμένα λιβάδια ονειρευόσουν
πλέον να νιώσεις δε μπορείς
να φιλήσεις, να καείς, να λαμπαδιάσεις από έρωτα
ακόμα και τα μάτια σου που τόσο αγαπούσα
άψυχες πέτρες γίνανε, σαν μονομιάς να πάγωσαν

Οι σκέψεις σου ξένες για μένα
άλλοτε τις λάτρευα, πλέον να με αγγίξουν ανίκανες

Μα δε θέλω να με κοιτάς έτσι, με αυτό το αποτυχημένο στραβό χαμόγελο
που τόσο πάσχιζα να μιμηθώ, και τόσο αδέξια το πετύχαινα

Τι σου είναι τα εκμαγεία, ψάθινοι άνθρωποι
φτιαγμένοι απο αέρα
για να τους πάρει ο πρώτος άνεμος
και να σου φέρει τους επόμενους

Ρυτίδιασες, και ας είσαι ακόμη νέος

Μα, σε παρακαλώ, μην τρέξεις να γλιτώσεις, δε μπορείς
μπροστά σου είναι αυτός που φοβάσαι
αυτός που σε αγάπησε και σε πήγωσε πιο πολύ απ' το θάνατο

εγώ σε σάπισα, σαν νεκρό κουφάρι

Ανέκαθεν ντρεπόμουν να κοιτάω εσένα
Ανέκαθεν ντρεπόμουν να κοιτάω τον καθρέφτη


Σήμερα πάλι τελευταίος τελείωσα

Δεν είναι περίεργο
Το ήξερα πως τελευταίος θα τερμάτιζα για ακόμη μία φορά
Δεν είναι ούτε η πρώτη, άλλωστε, ούτε η τελευταία
[...]
Όσο γρήγορα και αν έτρεχα, οι άλλοι με προσπέρασαν τόσο γρήγορα!
Δεν τους ξέρω - Ή μάλλον, τους ξέρω
Είναι οι γνωστοί άγνωστοι απ'το μέρος που φοβάμαι πιο πολύ

Εσύ τους άφησες να με νικήσουν.Μπορούσες να κλέψεις, για να βγώ εγώ πρώτος. Μα δεν το έκανες.

Εντάξει, ούτε αυτό είναι περίεργο
Ανέκαθεν τελευταίος τερμάτιζα
και ας έλεγες πως τρόπαιο σήκωνα στης καρδιάς σου το πιο ψηλό βάθρο

Μα δεν είναι αγάπη αυτό. Έτσι δεν είναι? Πάντα πρώτος δεν θα έπρεπε να φτάνω στο τέλος?

Το τέλος
Μοίαζει τόσο μακρινό για μας! Ούτε στον ορίζοντα δεν αχνοφαίνεται, να φανταστείς

Μα φοβάμαι τους νικητές
που πάντα πρώτοι τερματίζουν
και όλα σου τα κλέβουν απ' εμένα
Το χαμόγελο και την καρδιά
Για μένα αυτά είσαι εσύ
Τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω
και στο λέω τόσες φορές
δεν το νιώθεις στα μάτια μου;

όμως δεν κουράστηκα ακόμα
γιατί δύναμη απ'εσένα παίρνω αιώνια
και τα μάτια σου θα συνεχίζω να κοιτώ
και την καρδιά σου να πολιορκώ
και ας τερματίζω για πάντα τελευταίος
όπως και σήμερα

Η γλύκα του πόνου



Απόψε δε με νοίαζουν και πολύ τα λόγια
γιατί εκδίδομαι από νωρίς το απόγευμα
χωρίς να προσδοκώ μήτε λεφτά, μήτε κανένα πάθος φοβερό
παρά αιώνια λήθη
απ'το χάος της ζωής να κρυφτώ
έστω για ένα βράδυ, μονάχα
και απ'τον πόνο της καρδιάς, στον πόνο του σώματος να περάσω
μήπως ξεγελάσω τον εαυτό μου
ελπίζοντας, τάχα, πως υπάρχουν πιο όμορφα πράγματα απ'τα θαλασσινά σου μάτια.

Και το βράδυ αυτό θα πυρποληθώ
Τη σάρκα μου θα κάψω
στην ηδονή της μίας στιγμής να στροβιλιστώ
μήπως σε εξοβελίσω απ το μυαλό μου
γιατί την καρδιά, προπολλού την άλλωσες

Με όλους τους αλήτες θα ξημερωθώ
χωρίς να φοβάμαι τίποτα απολύτως
σκοπός ο πόνος ήταν
και τον σκοπό τον πέτυχα
Μα κοίτα να δεις
που εσένα σκέφτομαι πάλι το πρωί, όπως κάθε πρωί
και το ξένο σώμα ανίκανο να σε απεγκλωβίσει από μέσα μου

Τον θάνατο που ανέχομαι μαρτυρικά τις τελευταίες μέρες
θεώρησα πως γιατρειά της θλίψης , ο πόνος είναι
και τον ίδιο το θάνατο κάλεσα σε δείπνο
χάρη ζητώντας
να με λυτρώσει.

Μα τα λόγια βάρυναν,και το σώμα να αιμορραγεί ξεκίνησε πάλι

Καρτερικά θα προσδοκώ
το επόμενο βράδυ
στον πόνο να χαθώ ξανά
την λήθη επιζητώντας μαρτυρικά
γιατί το να εκδίδομαι έγινε συνήθεια
και ο θάνατος θερμά καλοδεχούμενος
το επόμενο πρωί.

---
Η ιδέα? Η ιστορία μίας πόρνης.

Το ταξίδι

Ξύπνησα
νιώθω σαν μην πέρασε ούτε ένα  λεπτό απ' τη στιγμή που σε αποχαιρέτησα
για ακόμη μια φορά χάθηκα στη ρουφίχτρα των σκέψεων

Ήταν μακρινό το ταξίδι αυτό, ομολογώ
όπως και όλα όσα κάνουμε μαζί εγώ με την καρδιά σου, χωρίς να έχεις ιδέα
τότε που σβήναμε τα μάτια μας
και φεύγαμε για μέρη μακρινά
Το πήγαινε μου ήταν πάντοτε ευχάριστο
μα στην επιστροφή είχα κάποιο πρόβλημα

Αυτή η φορά όμως ήταν διαφορετική
γιατί ήταν τελευταία που ταξιδεύαμε μαζί
και πλέον μόνος μου θα ονειρεύομαι

Αλλά Μάλλον δεν έχει σημασία που ετοίμαζα βαλίτσες από καιρό